Εισαγωγή: πέρα από τα στερεότυπα
Η διάρκεια, η πολυπλοκότητα και η ένταση της κολομβιανής σύγκρουσης δεν συναντώνται σε άλλη χώρα, τουλάχιστον στη λατινοαμερικανική ήπειρο. Ωστόσο, είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς επακριβώς τη φύση και τη δυναμική της. Είναι πολιτική σύγκρουση; Παρατεταμένος εμφύλιος πόλεμος; Ή απλώς μία εκφυλισμένη βία που οφείλεται στα καρτέλ ναρκωτικών;
Παραδόξως, για την Κολομβία λέγεται ότι είναι «η πιο σταθερή δημοκρατία στη Λατινική Αμερική». Αυτός είναι ένας μύθος κυρίως προς εσωτερική κατανάλωση, για να τονώσει την εθνική αυταρέσκεια των Κολομβιανών. Μόνο με όρους αυστηρά τυπικούς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει: κατά τον 20ο αιώνα, η Κολομβία πέρασε ένα διάστημα δικτατορίας μόλις τεσσάρων ετών (1953 – 1957), αποφεύγοντας την περίοδο των δικτατορικών καθεστώτων της Εθνικής Ασφάλειας, που κυριάρχησαν στην ήπειρο τις δεκαετίας του 1960 και του 1970.
Παρ’όλα αυτά, τα επίπεδα πολιτικής βίας ξεπερνούν κατά πολύ τα αντίστοιχα των άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Για παράδειγμα, η Επιτροπή για την Αλήθεια και τη Συμφιλίωση στη Χιλή κατέγραψε 2.700 περιπτώσεις δολοφονιών και εξαφανίσεων, μέσα στα 17 χρόνια που διήρκεσε η δικτατορία του Πινοσέτ. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρότερος από εκείνον που καταγράφεται μέσα σε ένα μόνο χρόνο στην Κολομβία, όπου μόνο κατά τα έτη 1980- 1997 σημειώθηκαν 25.000 δολοφονίες. Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα έχασαν τη ζωή τους στην ένοπλη σύγκρουση περισσότεροι από 220.00 άνθρωποι, στην πλειονότητα τους άμαχος πληθυσμός. Πιθανότητα μια δικτατορία που δε θα είχε μεταμφιεστεί σε δημοκρατία, να είχε προκαλέσει λιγότερα θύματα όλα αυτά τα χρόνια.
Ο πόλεμος σε αριθμούς
Επιχειρώντας μία καλύτερη κατανόηση των αιτιών και της φύσης της βίας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία δύο από τους επικρατέστερους μύθους γύρω από αυτή.
“Ο πόλεμος γίνεται για την κόκα”
Αναμφισβήτητα, το πρώτο σημείο αναφοράς για την Κολομβία στον έξω κόσμο, είναι τα ναρκωτικά. Μερικοί αποδίδουν στους κολομβιανούς «νάρκος» το 80% του παγκόσμιου εμπορίου κοκαΐνης. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε το ακριβές ποσοστό, εξαιτίας της ίδιας της παράνομης φύσης της δραστηριότητας. Χωρίς να αρνείται κανείς το μέγεθος του προβλήματος, ωστόσο, η μηντιακή του υπερδιόγκωση, έχει σαν αποτέλεσμα, να συσχετίζεται οποιαδήποτε μορφή βίας στη χώρα με το εμπόριο ναρκωτικών. Αυτό σήμαινε ότι σε μία περίοδο, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες δολοφονίες και εξαφανίσεις με πολιτικά κίνητρα, στα εγχώρια και διεθνή μέσα υπήρχε η τάση τα εγκλήματα αυτά να αποδίδονται σε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ανάμεσα στα καρτέλ.
Το λεγόμενο «στερεότυπο της κόκας» είναι, πρώτα απ’όλα, ιστορικά ανακριβές. Το ναρκοεμπόριο άνθησε από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Η ένοπλη σύγκρουση με τη σύγχρονη μορφή της τοποθετείται πολύ νωρίτερα: συνήθως θεωρείται ως ορόσημο το 1948, όταν δολοφονήθηκε ο φιλελεύθερος προεδρικός υποψήφιος Χόρχε Ελιέσερ Γαϊτάν. Με την τεράστια λαϊκή εξέγερση που ακολούθησε, αρχίζει η περίοδος γνωστή ως La Violencia, κατά την οποία σημειώθηκαν αμέτρητοι πολιτικοί διωγμοί και περίπου 200.000 δολοφονίες.
9 Απριλίου 1948, πίνακας του Alipio Jaramillo
Η βία συνεχίστηκε τη δεκαετία του ’60, εποχή κατά την οποία γεννήθηκαν τα σημερινά αντάρτικα κινήματα, αρχικά ως ομάδες αυτοάμυνας αγροτών. Από τα τέλη του ’80 και μετά παρατηρείται η εμπλοκή κρατικών, παρακρατικών φορέων, αλλά και διεφθαρμένων τμημάτων των αντάρτικων ομάδων, σε παράνομες δραστηριότητες διακίνησης. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε έναν εκφυλισμό της ένοπλης σύγκρουσης, καθώς η βία γίνεται πλέον διάχυτη, απρόβλεπτη και συχνά είναι δυσδιάκριτη η πολιτική της διάσταση.
Το ναρκοεμπόριο, λοιπόν, έφερε τέτοια αγριότητα, που δεν είχε ξαναζήσει η χώρα. Όμως δεν ήταν αυτό η γενεσιουργός αιτία της βίας.
Ο μύθος αυτός είναι ανακριβής για δύο ακόμα λόγους. Πρώτον, είναι απλουστευτικό να ανάγουμε το πρόβλημα του εμπορίου ναρκωτικών σε πρόβλημα μίας μόνο χώρας. Αν θέλουμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, οφείλουμε να το δούμε ως ζήτημα που αφορά τόσο τις χώρες παραγωγής, όσο και τις χώρες κατανάλωσης. Με λίγα λόγια, αν υπάρχει παραγωγή στην Κολομβία, είναι επειδή υπάρχει ζήτηση σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη. Επομένως, τα αίτια του πολέμου δεν είναι μόνο εγχώρια. Και η βία δεν είναι μόνο εκείνη που περιστρέφεται γύρω από τη λαθραία διακίνηση των ναρκωτικών, αλλά κι αυτή που εξαπολύεται για την καταπολέμηση τους.
Το δεύτερο πρόβλημα με το «στερεότυπο της κόκας», είναι ότι συσκοτίζει το ρόλο που έχουν διαδραματίσει στη διατήρηση και την κλιμάκωση της σύγκρουσης οι έξωθεν παρεμβάσεις. Είτε με την τοποθέτηση κυβερνήσεων φιλικά προσκείμενων στις Η.Π.Α., είτε με την παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων στο πλαίσιο του «πολέμου κατά τις τρομοκρατίας», είτε με την ανεξέλεγκτη παραχώρηση εδαφών στις πολυεθνικές εταιρίες για εξορύξεις, εξαγωγή ενέργειας και επιβολή μονοκαλλιεργειών.
Με λίγα λόγια, η κολομβιανή σύγκρουση είναι εγγενής στο ίδιο το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό σύστημα, το οποίο ξένες δυνάμεις σχεδίασαν και επέβαλαν. Μόνο ένα τέτοιο σύστημα τους επιτρέπει να αρπάζουν τα εδάφη και τα φυσικά αγαθά της χώρας.
«Πόλεμος του κράτους εναντίον των ανταρτών και των παραστρατιωτικών»
Ή αλλιώς, παντού υπάρχουν θεωρίες των δύο άκρων. Η κολομβιανή εκδοχή έχει ως εξής: από τη μία οι αντάρτες, από την άλλη οι παραστρατιωτικοί και το κράτος στη μέση. Το κράτος παρουσιάζεται ως το ανήμπορο θύμα ενός πολέμου που ξεφεύγει από τον έλεγχο του.
Η κραυγαλέα διαστρέβλωση σε αυτή την αφήγηση είναι ότι οι παραστρατιωτικές ομάδες παρουσιάζονται ως η τρίτη πλευρά της σύγκρουσης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν προέκταση του κράτους. Ας μην ξεχνάμε ότι, το ψυχροπολεμικό Δόγμα Ασφαλείας που εφαρμόστηκε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, σήμαινε, μεταξύ άλλων, μεταφορά μέρους της κρατικής εξουσίας σε παρακρατικές και παραστρατιωτικές δομές, ώστε να λειτουργούν ως το «βρώμικο χέρι του κράτους». Στην Κολομβία οι παραστρατιωτικές οργανώσεις έγιναν ο νούμερο ένας παράγοντας που ευθύνεται για τον εκφυλισμό της ένοπλης σύγκρουσης. Οι ομάδες αυτές έχουν μια μακρά ιστορία διάπραξης φρικαλεοτήτων, η οποία περιλαμβάνει δολοφονίες, βασανιστήρια, εκτοπισμούς, εξαφανίσεις. Όλες αυτές οι πράξεις κατέστησαν δυνατές μέσα από κοινή δράση με τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας. Το να απορεί κανείς με κάτι τέτοιο, είναι τόσο αφελές, όπως το να εκπλήσσεται όταν ακούει ότι οι χρυσαυγίτες συνεργάζονται με την ΕΛ.ΑΣ.
Με το πρόσχημα της καταπολέμησης του «εσωτερικού εχθρού», στην Κολομβία διαπράχθηκαν 108 σφαγές μόνο το 1988. Το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων δεν ήταν ένοπλοι αντάρτες. Αντικείμενο εξόντωσης αποτέλεσαν κυρίως κοινότητες χωρικών και ιθαγενών, οι οποίες θεωρήθηκαν ως «το άοπλο χέρι των ανταρτών». Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η μέθοδος των μαζικών σφαγών έχει αντικατασταθεί από επιλεκτικές δολοφονίες, απειλές, παρακολουθήσεις, έναν ψυχολογικό πόλεμο με στόχο οργανώσεις και πρόσωπα – σύμβολα, η εξόντωση των οποίων θα οδηγήσει σε παραδειγματισμό και παράλυση τα υπόλοιπα κινήματα.
Συγκέντρωση του κινήματος των Θυμάτων της Κρατικής Τρομοκρατίας (MOVICE) στην Μπογκοτά
Η καταστολή και η ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας συνεχίζεται και σήμερα, παρά τον πρόσφατο αφοπλισμό των ανταρτών των FARC και την υπογραφή συμφωνιών ειρήνης. Τα θύματα είναι συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι, φοιτητές, περιβαλλοντικοί αγωνιστές, κάθε είδους πολιτικοί αντίπαλοι. Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων, από 7.500 το 2010, σήμερα υπολογίζεται σε περίπου 10.000, ενώ οι εξόριστοι σε χώρες της Βόρειας Αμερικής ή της Ευρώπης, ανέρχονται στο μισό εκατομμύριο.
Γι’αυτό και λέγεται ότι στην Κολομβία, αν κανείς αντιστέκεται ή διεκδικεί, έχει τρεις επιλογές: el encierro, el destierro o el entierro: τη φυλακή, την εξορία ή τον τάφο.
Ο φαύλος κύκλος των πολλαπλών μορφών βίας
Ας αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι προσεγγίζοντας την κολομβιανή σύγκρουση ως ένα φαύλο κύκλο πολλαπλών μορφών βίας, υιοθετώντας την ανάλυση του Padre Javier Giraldo. Σύμφωνα με αυτή, ο πόλεμος που ζει η χώρα τα τελευταία σχεδόν 70 χρόνια, είναι ένα κύκλωμα που ενσωματώνει πολλαπλά είδη βίας. Κάποια από αυτά είναι αποτελέσματα των άλλων και ταυτόχρονα τα τροφοδοτούν.
Υπάρχει, καταρχήν, μία βία δομική, η οποία καταστρέφει βαθιά τους όρους ζωής και ανάπτυξης για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με το να τα εμποδίζει να ικανοποιήσουν τις πιο πιεστικές βιολογικές τους ανάγκες. Αυτή η βία εκδηλώνεται στα υψηλά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης, στις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και στην απουσία αναζήτησης λύσης για τα προβλήματα αυτά από την πλευρά του κράτους, απουσία η οποία τροφοδοτείται επίσης από τη διαφθορά στην άσκηση της πολιτικής. Εκδηλώνεται, επίσης, στην άνιση συγκέντρωση της γης, καθώς στη χώρα ένα 4% του πληθυσμού κατέχει το 46% των εδαφών.
Η δομική βία γεννά και άλλες βίες. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η βία της κοινής εγκληματικότητας ως τρόπος επιβίωσης. Από την άλλη, η προσφυγή σε μη νόμιμες καλλιέργειες και αγορές.
Παράλληλα, διαρκώς εξελίσσεται και αλλάζει μορφές η βία που γεννά η προσφυγή στα όπλα, η βία εκείνων που εξεγείρονται, εκείνων οι οποίοι προσπαθούν να διαλύσουν αυτό το μοντέλο κοινωνίας που γεννά τις παραπάνω μορφές βίας, για να χτίσουν ένα άλλο.
Από την πλευρά τους αυτές οι μορφές βίας γεννούν μια άλλη βία, την κατασταλτική βία του Κράτους, η οποία εκδηλώνεται με την αυθαιρεσία, τις αυταρχικές πρακτικές, τον «βρώμικο πόλεμο» και το παραστρατιωτικό φαινόμενο, ως συστατική στρατηγική τις αντιεξεγερσιακής πολιτικής.
Η βία σε όλες τις παραπάνω εκδηλώσεις της καταστρέφει αγαθά και ανθρώπους με γεωμετρική πρόοδο. Μεγεθύνει με σπειροειδή τρόπο τα μίση και τα ατέλειωτα αντίποινα και λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας: προκαλεί περισσότερη ανεργία, φτώχεια, εκτοπισμούς, ερήμωση της υπαίθρου. Όλο αυτό το κύκλωμα συμπαρασύρει σχέσεις που γεννούν μία σύγκρουση, για την οποία δεν υπήρξε ποτέ η βούληση να αντιμετωπιστεί και γι’ αυτό η κάθε μορφή βίας συνεχίζει να τροφοδοτεί τις υπόλοιπες σε έναν αέναο κύκλο.
Πώς γίνεται να σπάσει ο φαύλος κύκλος; Μήπως μία θεμελιώδης λογική υποδεικνύει ότι, χρειάζεται να εξαλειφθεί η πρωταρχική βία, δηλαδή η παγιωμένη δομική βία;
2 σκέψεις σχετικά με το “Ξετυλίγοντας το κουβάρι της κολομβιανής σύγκρουσης”