Αναπαράγοντας τους μηχανισμούς της κυρίαρχης κουλτούρας
Ακολουθεί μία περίληψη των βασικών σημείων από το πρώτο μέρος του αντίστοιχου κειμένου. Ολόκληρο το φυλλάδιο, θα είναι διαθέσιμο σε μορφή pdf, μετά την ανάρτηση και του δεύτερου μέρους.
Μία σημείωση ως προς τη γλώσσα: αντί να χρησιμοποιούνται οι όροι “θύμα” και “θύτης”, έχουν επιλεγεί οι αντίστοιχοι “επιζών πρόσωπο” και “αυτουργός της βίας”.
Εισαγωγή
Πώς είναι δυνατόν, τη στιγμή που αυτοαποκαλούμαστε με οποιαδήποτε από αυτές τις τόσο φανταχτερές και πολιτικά σωστές ετικέτες της βιτρίνας των ιδεολογιών, να συνεχίζουν να διαπράττονται πράξεις σεξουαλικής βίας μεταξύ μας; Πώς είναι δυνατόν, η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης να συνεχίζει να είναι τόσο αγεφύρωτη; Πώς είναι δυνατόν, οι αυτουργοί να συνεχίζουν να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις τους, να κάνουν μία εσωτερική δουλειά και να αποζημιώσουν με κάποιον τρόπο το πρόσωπο που παραβιάστηκε;
Ο τρόπος με τον οποίον αντιδρούμε σε αυτές τις εκδηλώσεις βίας είναι καθοριστικός και χαράζει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε όσους/ες επιλέγουν να στηρίξουν την πατριαρχία και την ιεραρχία των υπαρχουσών εξουσιών και σε εκείνους/ες που αποφασίζουν να δείξουν αλληλεγγύη με τα άτομα που έχουν βιώσει σεξουαλική βία και να εξουδετερώσουν την κουλτούρα του βιασμού. Η διάσταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο οδούς έχει τερματίσει ακόμα και σχέσεις μιας ολόκληρης ζωής.
Για να οριστεί μία κοινότητα ως αναρχική, θα έπρεπε να περιέχει όχι μόνο μία πολιτική ανάλυση, αλλά επίσης κάποιες αξίες βάσης που να καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των ατόμων που την αποτελούν, όπως ο σεβασμός, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη. Αξίες, οι οποίες περιφρονούνται βαθιά και προδίδονται σε κάθε επεισόδιο σεξουαλικής βίας. Ως μία συνέχεια αυτών των μορφών βίας, κάποια άτομα επιλέγουν να πάρουν το μέρος των αυτουργών της βίας, αντί του μέρους των ατόμων που την έζησαν ή να μην πάρουν κανένα είδος απόφασης, επειδή είναι πιο βολικό το να μην το κάνουν.
Συχνά, όταν ένα άτομο που έχει υποστεί βία, βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει ανοικτά με εκείνος/ες που είναι οι (αναρχικοί/ές) σύντροφοι/ισσες του, δε βρίσκει πάντα αλληλεγγύη μεταξύ αυτών. Αυτό που βλέπουμε συνήθως να συμβαίνει, είναι ότι τίθενται σε εφαρμογή μία σειρά μηχανισμών, που επαναλαμβάνουν πιστά εκείνους της κυρίαρχης σεξιστικής και πατριαρχικής κοινωνίας, ειδικά αν το άτομο που κατηγορείται ότι είχε ανάρμοστη ή βίαιη συμπεριφορά, είναι ένας “σύντροφος” με κάποια φήμη στο εσωτερικό του κινήματος.
Συνειδητοποιούμε άραγε, ότι αυτού του είδους οι απαντήσεις, είναι που επιτρέπουν σε αυτόν που διέπραξε τη βία, να διατηρήσει την εξουσία του, ενώ την ίδια στιγμή αφαιρούμε δύναμη και στήριξη από το επιζήσαν πρόσωπο;
Ένας δράστης που αρνείται να επιληφθεί των πράξεων του, συνήθως διευκολύνεται από ένα αντίστοιχο κοινωνικό δίκτυο. Τέτοια δίκτυα δεν αποτελούνται μόνο από όσους/ες υπερασπίζονται ανοικτά έναν αυτουργό βίας, αλλά και όλους εκείνους/ες που εξασφαλίζουν ότι η ζυγαριά της ισχύος θα συνεχίζει να κλίνει υπέρ του. Το τι θα σημαίνει αυτό στην πράξη, διαφέρει. Φίμωση, καταστολή, αναδίπλωση, ή συνηθέστερα, ο συνδυασμός κάποιων από αυτές τις μεθόδους, έχει χρησιμοποιηθεί ενάντια σε επιζώντα πρόσωπα και τον αγώνα τους.
1. Φιμώνοντας τον αγώνα
Το να λες ότι ψεύδεται το επιζών πρόσωπο, το να κατακρίνεις τις σεξουαλικές του εμπειρίες, τις παρεκτροπές του, τον τρόπο ντυσίματος, για να μετατοπίσεις την ενοχή, το να υπονοείς ότι “τα ήθελε”, είναι συμπεριφορές που η πλειονότητα των αναρχικών θα αποδοκίμαζε, ωστόσο σπανίως τους απασχολεί να τις εξουδετερώσουν. Τα παραπάνω παραδείγματα εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε επιζώντα πρόσωπα που έχουν καταγγείλει ή έχουν μιλήσει ανοιχτά για τον κακοποιητή τους. Αλλά προφανώς, πολλά από τα επιζώντα πρόσωπα δε φτάνουν καν σε αυτό το σημείο.
Τι είναι λοιπόν αυτό που τα φιμώνει; Είναι τα άλλα μέλη της ομάδας των ομοίων, που διατηρούν αυτόν τον ψευδή διαχωρισμό μεταξύ αγώνα ενάντια στο Κράτος και αγώνα ενάντια σε άλλα συστήματα Εξουσίας (ειδικά σε εκείνα που δεν τους αποφέρουν οφέλη); Είναι ο/η γνωστός/ή που λέει ότι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον αυτουργό, επειδή δεν είναι καν φίλοι ή ο/η γνωστός/η που ισχυρίζεται το ίδιο, ακριβώς επειδή είναι φίλοι; Είναι τα άτομα σε μία εκδήλωση που λένε ότι δεν γνωρίζουν τίποτα για την κατάσταση, την ίδια στιγμή που κάνουν ό,τι μπορούν για να εξασφαλίσουν ότι ποτέ δε θα μάθουν;
Ίσως δεν είναι η σιωπή των επιζησάντων προσώπων, εκείνη που είναι αποκαλυπτική, αλλά εκείνη των ατόμων γύρω τους.
Οι φανεροί απολογητές, οι βλάκες που λένε “πουτάνα”, σα να είναι κάτι κακό και που νομίζουν ότι ο αυτουργός είναι το θύμα, συμβάλλουν στην περαιτέρω κανονικοποίηση, όσο και οι πιο διακριτικοί/ες συνένοχοι, που διατηρούν απόλυτη σιωπή πάνω στο θέμα. Αυτοί/ες οι πιο εκλεπτυσμένοι/ες συνένοχοι μοιράζονται τους ίδιους χώρους με τον αυτουργό της βίας, περπατάνε δίπλα του στις πορείες, χορεύουν μαζί του στα πάρτι, χωρίς καν να προφέρουν μία λέξη σε σχέση με τη διαπροσωπική βία.
Αλλά τότε, τι γίνεται με τη λογοδοσία; Κακοποιήσεις, βία, μία απόλυτη άρνηση ανάληψης ευθύνης, αυτό δηλαδή που συνηθίζεται και στον κόσμο, όπως τον ξέρουμε.
2. Εξαπολύοντας καταστολή
Η συνωμοσία της σιωπής επιδιώκει, όχι μόνο να τερματίσει τον αγώνα του επιζώντος προσώπου πριν καν αυτός αρχίσει, αλλά παρέχει και ένα σημείο αναφοράς, του τι θα συμβεί στα επιζώντα άτομα που αρνούνται να φιμωθούν. Για ένα επιζών πρόσωπο, το να μιλάει ανοικτά για τις εμπειρίες του σε ένα τέτοιο κλίμα, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο ως πράξη αντίστασης και όπως σε όλες τις πράξεις αντίστασης, η καταστολή είναι ένα πιθανό αποτέλεσμα.
Αυτή καταστολή είναι περισσότερο ανεπαίσθητη από ότι τα κλομπς των αστυνομικών ή τα όπλα των στρατιωτών, αλλά μερικές φορές επίσης κατευθύνεται προς τα επιζώντα άτομα. Είναι πολύ πιθανό, οι κατασταλτικές δυνάμεις να αποβούν συντριπτικές σε επίπεδο ψυχικό και συναισθηματικό.
Όσοι/ες αμφισβητούν τη σκληρότητα αυτού του εσωτερικού κατασταλτικού μηχανισμού, είναι μάλλον επειδή ποτέ δεν υπήρξαν στόχος του. Οι “κοινότητες” στις οποίες προστρέχουν τα επιζώντα άτομα με την προσδοκία της υποστήριξης, κινητοποιούνται συχνά εναντίον τους και υπερασπίζονται τον αυτουργό της βίας, μέσω μίας εντυπωσιακής επίθεσης.
Υπάρχουν πολλά μοτίβα που μπορούμε να εντοπίσουμε στο εσωτερικό του αναρχικού χώρου, τα οποία αναπαράγουν πιστά τα μοτίβα της κυρίαρχης κουλτούρας.
Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η δυσφήμιση του επιζώντος προσώπου. Όλες οι πτυχές της ζωής του εξετάζονται με μεγεθυντικό φακό, για να βρεθεί κάποια λεπτομέρεια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Λίγα άτομα θα ήταν τόσο αδέξια, ώστε να κατηγορήσουν ανοικτά ένα επιζών πρόσωπο ότι λέει ψέματα, αν και υπάρχουν μερικοί/ες “αναρχικοί”/ες που δε θα διστάσουν να το κάνουν. Η πλειονότητα θα χρησιμοποιήσει μία σειρά από ελαφρύτερες παραλλαγές, ως τρόπο για να πει το ίδιο. Ίσως το ότι το επιζών άτομο δεν έδωσε αρκετά σημάδια όσο υπέμενε τη βία, ίσως το ότι συναίνεσε στη σεξουαλική δραστηριότητα μέχρι ενός σημείου αν και όχι απόλυτα, ίσως το ότι ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για κάποιες εμπειρίες του και για άλλες όχι, ίσως το ότι χρειάστηκε χρόνο για να επεξεργαστεί το τραύμα του και μπόρεσε να το αποκαλύψει μόνο σταδιακά, ίσως το ότι έχει τα δικά του θέματα με την εξουσία ή τα όρια.
Όταν αυτή η στρατηγική λειτουργεί, τα πρόσωπα που υπέστησαν τη σεξουαλική βία παρουσιάζονται ως κακόβουλα, ενώ εκείνοι που τη διέπραξαν αναβαπτίζονται ως θύματα ψεμάτων και χειραγωγήσεων. Αλλά ακόμα κι αν ο στόχος της δυσφήμισης του επιζώντος προσώπου στα μάτια της κοινότητας αποτύχει, η διαδικασία από μόνη της μπορεί να είναι αποτελεσματική στο να αναγκάσει το πρόσωπο αυτό να απομακρυνθεί από την κοινότητα. Και μόνο το ότι γνωρίζει, μπαίνοντας σε έναν αναρχικό χώρο, ότι σχεδόν όλα τα άτομα εκεί μέσα έχουν συζητήσει εκτεταμένα για την προσωπική του ζωή, δημιουργείται ένα τεράστιο εμπόδιο.
Άτομα που αυτοαποκαλούνται αναρχικά, ενοχλούνται από τον αγώνα του επιζώντος προσώπου και μοιρολογούν: “Αυτές οι διαιρέσεις είναι επιζήμιες!”. Βέβαια, γι’ αυτές τις διαιρέσεις ποτέ δεν κατηγορείται ο αυτουργός της βίας ή οι πράξεις του, αλλά το επιζών πρόσωπο, που επιμένει ότι το τραύμα που υπέστη δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο. Κατηγορείται ότι διασπάει την κοινότητα και ότι, σε τελική ανάλυση, υπονομεύει “τον αγώνα”. Οι αναρχικοί/ες που νιώθουν ότι ο αγώνας τους υπονομεύεται από το επιζών πρόσωπο, στην πραγματικότητα εμπλέκονται σε έναν αγώνα εναντίον αυτού και μετατρέπονται έτσι, σε ενεργούς/ες υποστηρικτές/τριες της κουλτούρας του βιασμού. Συχνά κάνουν τον αγώνα του επιζώντος προσώπου να μοιάζει με “κυνήγι μαγισσών”, στο οποίοι οι ίδιοι/ες μοιράζονται περισσότερα κοινά με τους εκτελεστές, παρά με τα άτομα που καίνε στην πυρά.
3. Οι ψευτοσύμμαχοι
Πολλοί/ές θα ισχυριστούν ότι στηρίζουν το επιζών πρόσωπο, ενώ την ίδια στιγμή υποσκάπτουν την αυτονομία του. Αυτό συνήθως γίνεται με το να περιορίζουν το φάσμα των αντιδράσεων του, με σκοπό να αποκλείσουν οτιδήποτε θα αναστατώσει την (επίπλαστη) κοινωνική ειρήνη εντός του κινήματος. Οι ψευτοσύμμαχοι μας καθησυχάζουν διαρκώς, λέγοντας ότι δεν έχουν θυμώσει με το ότι το πρόσωπο αυτό εκτέθηκε, αλλά με τον τρόπο που αυτό συνέβη. Το γεγονός ότι ένα επιζών πρόσωπο μιλάει ανοικτά για την ίδια του την εμπειρία, θεωρείται πιο βίαιο και ενοχλητικό από την ίδια την εμπειρία της βίας, η οποία μοιάζει να τυγχάνει πολύ λιγότερης συζήτησης. Αυτά είναι φιλελεύθερα κατάλοιπα, που θυμίζουν άτομα που συμφωνούν με τα αιτήματα των διαδηλωτών, αλλά ωστόσο καταδικάζουν τις πράξεις με τις οποίες εκείνοι τα εκδηλώνουν.
Η ίδια η διαδικασία της λογοδοσίας μπορεί να αποβεί δίκοπο μαχαίρι. Οι αναρχικές κοινότητες συνήθως διαχωρίζουν τη διαδικασία ανάληψης ευθύνης από τη θέση της στο ευρύτερο πλαίσιο της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης, αποφεύγοντας ταυτόχρονα οποιεσδήποτε περαιτέρω προσπάθειες να προληφθεί η σεξουαλική βία προτού ξαναεμφανιστεί. Αυτή η ψεύτικη υποστήριξη τοποθετεί τις ανάγκες του επιζώντος προσώπου σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας προτεραιότητα στο πώς η κοινότητα θα διαχειριστεί τον αυτουργό.
Το πόση λίγη υποστήριξη προσφέρεται στα επιζώντα πρόσωπα, συχνά αντιγράφει την ίδια δυναμική. Ένα από τα πιο κοινά μοντέλα υποστήριξης που εφαρμόζονται, είναι εκείνο της απεύθυνσης αιτημάτων προς τον αυτουργό, το οποίο και πάλι αφήνει όλο τα περιθώρια δράσης σε εκείνον, ειδικά όταν δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό σχέδιο, σε περίπτωση που εκείνος αρνηθεί. Τα επιζώντα πρόσωπα που επενδύουν συναισθηματικά σε τέτοια μοντέλα, ως οδούς για να θεραπεύσουν τις πληγές τους, συνήθως μένουν συντετριμμένα όταν τα αιτήματα τους δεν παράγουν καμία απάντηση ή, ακόμα χειρότερα, όταν προκαλούν ένα νέο τείχος εκ μέρους του αυτουργού της βίας ή όσων τον υποστηρίζουν. Στο αναρχικό πλαίσιο, όπου είναι ευρέως παραδεκτό ότι τα περισσότερα αιτήματα είναι μάταια, εάν δε συνοδεύονται από τη χρήση βίας, το να επικρατούν τέτοιου είδους μοντέλα, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.
Σε άλλες περιπτώσεις, η πρόφαση της μετατροπής του ζητήματος σε “συλλογικό” επιτρέπει στους ψευτοσυμμάχους όχι μόνο να αφαιρέσουν τον έλεγχο από το επιζών πρόσωπο, αλλά και, στην περίπτωση που εκείνο αρνείται να συνεργαστεί στην αφαίρεση της δύναμης του, να το παρουσιάσουν ως εμπόδιο στη διαδικασία απόδοσης ευθύνης. Η ξεδιάντροπα συνηθισμένη φάρσα των ψευτοσυμμάχων, το να πληροφορήσουν το επιζών πρόσωπο ότι ο αυτουργός της βίας “δούλεψε τα σκατά του”, πηγάζει από παρόμοιες δυναμικές.
Ο ρόλος του αυτουργού της βίας στην υποκλαπείσα διαδικασία απόδοσης ευθύνης επίσης αναπαράγει την εξουσία του. Σε κάποιες περιπτώσεις του επιτρέπεται, ακόμα και να απευθύνει αιτήματα στο επιζών άτομο ή να αποφασίσει ο ίδιος τα κριτήρια της συμμετοχής του στη διαδικασία. Οι αυτουργοί και οι συνεργάτες τους, συχνά απαντάνε στη δημόσια έκθεση τους αμυντικά, “εκθέτοντας” με τη σειρά τους το επιζών πρόσωπο. Θα το κατηγορήσουν για οτιδήποτε μπορούν να σκεφτούν, ή θα επινοήσουν οτιδήποτε, όταν δεν υπάρχει κάτι στραβό που να έχει κάνει. Αντί να αναγνωρίσουν αυτές τις αξιολύπητες προσπάθειες συκοφαντίας και χειραγώγησης σαν αυτό που είναι, οι ψευτοσύμμαχοι συνηθίζουν να συμμερίζονται τον αυτουργό της βίας σε γελοία καλέσματα για απόδοση ευθύνης στο επιζών πρόσωπο.
Έτσι, το επιζών πρόσωπο, πρέπει πλέον να παλέψει για να κερδίσει, όχι μόνο τη διαδικασία λογοδοσίας του αυτουργού της βίας, αλλά επίσης και τη στήριξη από την πλευρά της κοινότητας. Τα επιζώντα πρόσωπα που δε θέλουν ή που δεν έχουν τις δυνάμεις να υπερπηδήσουν αυτά τα φλεγόμενα τείχη, θα θεωρηθούν ξεγραμμένα.
4. Κάποια “σάπια μήλα”
Όπως οι απολογητές/τριες της αστυνομικής βαρβαρότητας επιμένουν ότι αυτή απορρέει από “λίγα σάπια μήλα”, ως μία προσπάθεια να αποφύγουν οποιαδήποτε δομική ανάλυση του ρόλου της αστυνομίας στην κοινωνία, έτσι και οι απολογητές/τριες της κουλτούρας του βιασμού θα αποπειραθούν να θυσιάσουν στο βωμό της κάποιον μεμονωμένο αυτουργό, ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Μπορεί να αναφέρονται στην αηδία που νιώθουν για τον αυτουργό ή να καυχιούνται ότι πλέον δεν του μιλάνε, σαν αποδείξεις του πόσο “υποστηρικτικοί/ές” είναι. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν τρανταχτές αποδείξεις για τις πράξεις του, οι απολογητές/τριες επιλέγουν τον εξοστρακισμό του αυτουργού. Με τον τρόπο αυτό, ξορκίζουν τις αρνητικές πτυχές της κουλτούρας του βιασμού ως κάτι που δεν αφορά τους/τις ίδιους/ες. Προβάλλοντας τα πάντα πάνω σ’ έναν και μοναδικό αυτουργό (ή, ίσως, και σε πολλούς αυτουργούς), οι απολογητές/τριες εγκαταλείπουν οποιαδήποτε ανάλυση τόσο των κοινωνικών σχέσεων που παράγουν αυτουργούς, όσο και του δικού τους ρόλο σε αυτό. Ξεχωρίζοντας λίγα σάπια μήλα, αποσπούν την προσοχή από το γεγονός ότι ολόκληρο το κλαδί είναι σάπιο.
Αυτό είναι αποκαλυπτικό της αληθινής προτεραιότητα της κουλτούρας του βιασμού, αφού η μετατροπή κάποιων αυτουργών σε αποδιοπομπαίους τράγους αφήνει ανέπαφες τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές, ενώ τα επιζώντα πρόσωπα που καταφέρνουν να παλέψουν επιτυχώς αυτές τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές, απειλούν τα ίδια τα θεμέλιά τους.
Επίλογος: κηρύσσοντας τον πόλεμο στην κουλτούρα του βιασμού
Η κριτική ότι οι άνθρωποι “κάνουν απλώς το εύκολο”, σκιαγραφεί αφενός το πρόβλημα, αλλά το αποδίδει σε στιγμές ατομικής ηθικής αδυναμίας. Αυτό παρακάμπτει το πιο προφανές ερώτημα: Γιατί οι ριζοσπαστικές κοινότητές μας εξακολουθούν να είναι δομημένες με τέτοιον τρόπο, ώστε η υποστήριξη των επιζώντων να μην είναι “το πιο εύκολο”; Τι την κάνει δύσκολη;
Ίσως ο πιο καθοριστικός παράγοντας γι’αυτές τις συνθήκες είναι η Εξουσία. Τόσο η ισχύς που κατέχει το επιζών πρόσωπο εντός της κοινότητας, όσο και η αντίστοιχη ισχύς του αυτουργού παίζουν ρόλο – κλειδί στη διαμόρφωση της αντίδρασης της κοινότητας. Όταν κάποιος αυτουργός έχει πολύ μικρή ισχύ συγκριτικά με εκείνη ενός επιζώντα, ή όταν ο αυτουργός δεν είναι καν μέλος της κοινότητας, το ψεύτικο σόου υποστήριξης δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο κόστος. Αλλά αυτό συνήθως συμβαίνει σπάνια. Συχνά κάποια άτομα κάνουν έκκληση να μην παρεμποδίζεται η υποστήριξη των επιζώντων προσώπων από τη θέση ισχύος των αυτουργών εντός της κοινότητας, αλλά η ίδια η θέση ισχύος σπάνια εξετάζεται εξονυχιστικά, το ίδιο και η πιθανή συσχέτιση εξουσίας και διαπροσωπικής βίας (η οποία από μόνη της αποτελεί μια ωμή έκφραση εξουσίας). Η αποτυχία να καταδειχθεί αυτός ο δεσμός, είναι σα να ρωτάμε αν η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα, κι έπειτα να επιμένουμε ότι η κότα και το αβγό δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι συναντάμε αυτό το «τυφλό σημείο» μεταξύ αναρχικών, με δεδομένη την αντίθεση τους σε κάθε μορφή ιεραρχικής εξουσίας.
Επομένως, μία ουσιαστική ανάλυση τη λειτουργίας της κουλτούρας του βιασμού πρέπει να συμπεριλαμβάνει μια ανάλυση των σχέσεων εξουσίας που κυβερνούν τις ζωές μας. Σε αυτές συγκαταλέγονται όχι μόνο οι τυπικές ή οι άτυπες ιεραρχίες, που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και στους αναρχικούς κύκλους, αλλά και τα ευρύτερα συστήματα εξουσίας που τις τροφοδοτούν, όπως η Πατριαρχία, η Λευκή Ανωτερότητα, η Αποικιοκρατία, κ.ο.κ. Πρέπει να αναγνωρίσουμε σωστά, ποια είναι η θέση που κατέχει η κουλτούρα του βιασμού στην καπιταλιστική κοινωνία. Πρέπει έτσι να την αναγνωρίσουμε ως έναν μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, καθώς ενισχύει αυτά τα συστήματα εξουσίας και κυριαρχίας, τα οποία με τη σειρά τους την αναπαράγουν. Για να επιτεθούμε επιτυχώς στην κουλτούρα του βιασμού, πρέπει να χτυπήσουμε στις ρίζες της αυτή την Εξουσία.
Πολλοί/ές αναρχικοί/ές δε συνειδητοποιούν καν τη σημασία και τις αλληλοσυνδέσεις ανάμεσα στο χτίσιμο μιας κοινότητας και την επίθεση στα συστήματα καταπίεσης, και όσοι/ες από εμάς το συνειδητοποιούμε, σπάνια πηγαίνουμε πέρα από τη ρητορική μας. Επιπλέον, συχνά κάνουμε το λάθος να υποθέτουμε ότι οι στόχοι της “επίθεσης” μας βρίσκονται μόνο έξω από εμάς. Αντιθέτως: επίθεση είναι κυρίως η διαδικασία μέσω της οποίας αναγνωρίζουμε τις δυνάμεις που μας καταπιέζουν και επιδιώκουμε να τις καταστρέψουμε.
Όσοι/ες σύντροφοι/ισσες ανάμεσά μας κουβαλούν αναπόφευκτα το φορτίο της λευκής ανωτερότητας, της πατριαρχίας και της αποικιοκρατίας, όσοι/ες παίρνουν το ρόλο των απολογητών/τριών, ελπίζουμε να μπορέσουν να ασκήσουν ένα πιο ευρύ φάσμα επιλογών. Μπορούν να επιλέξουν να ενωθούν μαζί μας. Μπορούν να επιλέξουν, όπως κάναμε εμείς, να επιτεθούν σ’ εκείνες τις πλευρές του εαυτού τους που αναδημιουργούν τον παλιό κόσμο. Αυτή είναι η επιλογή που θα έπρεπε να καθορίζει το αναρχικό άτομο, που μας διαχωρίζει από τους εχθρούς μας και μας οδηγεί προς τους/τις συντρόφους/ισσες μας. Από αυτή την επιλογή καθίσταται δυνατός ο οποιοσδήποτε ουσιαστικός αγώνας.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Σχετικά με τη σεξουαλική βία στους αναρχικούς χώρους – Μέρος Α΄”