Ο Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (Ejército de Liberación Nacional – ELN), ιδρύθηκε επίσημα το 1966 στη Σιμακότα, έναν οικισμό του Βορείου Σανταντέρ της Κολομβίας. Τα μέλη του ήταν κυρίως φοιτητές, που είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν ένα ένοπλο κίνημα κατά τα πρότυπα της Κούβας.
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθόρισαν την εξάπλωση αλλά και την πολιτική απήχηση αυτού του αντάρτικου στρατού, ήταν η ένταξη στις γραμμές του και ο ηρωικός θάνατος του ιερέα Καμίλο Τόρρες. Το 1973 μετά από μια αεροπορική επίθεση ο ELN σχεδόν εκμηδενίστηκε, όταν σκοτώθηκαν 135 από τους περίπου 200 μαχητές και μαχήτριες που διέθετε, ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να επανακάμψει. Για πολλές δεκαετίες δρούσε κυρίως με επιθέσεις σε πετρελαιαγωγούς και σε άλλα νευραλγικά σημεία της οικονομίας. Έφτασε να έχει 5.000 μέλη τη δεκαετία του 1990 και τριπλάσιους υποστηρικτές στις πόλεις, κυρίως μέσα στα δημόσια πανεπιστήμια.
Σήμερα o ELN έχει περίπου 2.500 μέλη. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει ενισχυθεί στρατιωτικά, καθώς με τη στήριξη της Βενεζουέλας μπορεί να περνάει τα σύνορα και να ανασυντάσσεται. Αν και δεν παραδέχονται ανοικτά αυτήν τη συμμαχία οι δύο πλευρές, ο ηγέτης του ELN Πάμπλο Μπελτράν δήλωσε ότι κολομβιανοί αντάρτες και Βενεζουέλα έχουν κοινούς εχθρούς. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια με τη τη μαζική έξοδο Βενεζολάνων προς την Κολομβία, ο ELN έχει στρατολογήσει και πολλούς μετανάστες από τη γειτονική χώρα.
Αυτήν τη στιγμή ο ΕLN έχει περιοριστεί στις πιο απομονωμένες περιοχές της Κολομβίας, με τις ομάδες του να είναι αρκετά ετερογενείς μεταξύ τους και με την καθεμία να έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι, για παράδειγμα, στην Αράουκα το Μέτωπο Ντομίνγκο Λαΐν (το οποίο πήρε το όνομα του ισπανού αντάρτη και ιερέα που έπεσε σε μάχη), έχει ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία αλλά και ανάμειξη στην οικονομία της κοκαΐνης, καθώς επιβάλλει φόρους στις καλλιέργειες του φυτού της κόκας με αντάλλαγμα την παροχή προστασίας. Από την άλλη, στο νοτιοδυτικό κομμάτι της χώρας, στις περιφέρειες της Κάουκα και του Ναρίνιο, οι αντάρτικες ομάδες είναι αρκετά αποδυναμωμένες, ενώ ο πολιτικός τους λόγος δεν έχει καταφέρει να συνδεθεί με τους αγώνες των αυτοχθόνων λαών.
Παράγοντες που καθιστούν δύσκολη τη διαπραγμάτευση
θα λέγαμε ότι υπάρχουν κάποια εμπόδια και δυσκολίες που αφορούν τη στάση του Κράτους και κάποια που αφορούν τη στάση του ELN ή ακόμα και την ίδια του τη δομή. Μέχρι το 2018 υπήρχε προσέγγιση για διάλογο με τον ELN από την προηγούμενη κυβέρνηση του Χουάν Μανουέλ Σάντος, του προέδρου που υπέγραψε στην Αβάνα τη Συμφωνία Ειρήνης με τη μεγαλύτερη έως τότε αντάρτικη οργάνωση στη χώρα, τις Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις Κολομβίας (FARC).
Όμως ο τωρινός πρόεδρος, Ιβάν Ντούκε, προτού ακόμα εκλεγεί, δήλωνε με κάθε ευκαιρία ότι δεν θα τηρήσει τη Συμφωνία της Αβάνας. Επιπλέον, έθετε ως προαπαιτούμενο για την επανέναρξη των συζητήσεων με τον ELN, τον μονομερή αφοπλισμό των ανταρτών και την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Την ίδια εποχή, το Κράτος κρατούσε φυλακισμένους 600 αντάρτες και αντάρτισσες και δεν δεχόταν να απελευθερώσει ούτε το 10% εξ’ αυτών. Κάποια στιγμή, μάλιστα, το 2019, ο πρόεδρος Ντούκε έθετε 17 προαπαιτούμενα για να προχωρήσει η διαπραγμάτευση με τον ELN. Και προφανώς όταν θέτεις 17 προαπαιτούμενα, είναι σα να λες ότι δεν θέλεις να κάνεις διαπραγμάτευση.
Ένας άλλος παράγοντας που δυσκολεύει την κατάσταση, είναι η ίδια η δομή του ELN, η οποία είναι κάθετη από άποψη πολιτική και οριζόντια από άποψη στρατιωτική. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας στρατιωτικός διοικητής (κομαντάντε), ο Νικολάς Ροντρίγκες Μπαουτίστα, γνωστός με το ψευδώνυμο «Γκαμπίνο», ενώ τη θέση του πολιτικού υπεύθυνου κατέχει ο Πάμπλο Μπελτράν. Η δομή αυτή, αλλά και η ίδια η γεωγραφία της χώρας με τις αδιαπέραστες ζούγκλες, τα βουνά και τις μεγάλες αποστάσεις, δίνει στις τοπικές ομάδες αυτονομία δράσης. Το αποτέλεσμα είναι, να υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις, και απροθυμία των τοπικών ομάδων να πειθαρχήσουν σε μια κεντρική διοίκηση.

Από την άλλη, τα ανταλλάγματα που είχε προσφέρει το Κράτος στις FARC, όπως συμμετοχή στις εκλογές και πολιτική εκπροσώπηση με έδρες στο Κογκρέσο, δεν ενδιαφέρουν και δεν δελεάζουν τον ELN. Κυρίως τον απασχολεί να διατηρήσει τον στρατιωτικό έλεγχο σε περιοχές που παραδοσιακά θεωρούνταν ως προπύργιά του, αλλά και το θέμα των φυσικών πόρων. Δηλαδή να συνεχίσει να αποτελεί η παρουσία του ανάχωμα στη λεηλασία της γης και την αρπαγή των φυσικών αγαθών από τις ξένες κυρίως εταιρίες. Εδώ, η οποιαδήποτε συνεννόηση μοιάζει καταδικασμένη να καταλήγει σε αδιέξοδο. Γιατί, τόσο ο Ντούκε και η ακροδεξιά πτέρυγα του πρώην προέδρου Άλβαρο Ουρίμπε που βρίσκεται από πίσω του, όσο και ο πιο μετριοπαθής Σάντος, είχαν θέσει ως προϋπόθεση για την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας, να μην απειληθεί το ισχύον ενεργειακό-εξορυκτικό οικονομικό μοντέλο. Ο αντίλογος, βέβαια, όσων αγωνίζονται στην Κολομβία, είναι ότι νεοφιλελευθερισμός και ειρήνη δεν πάνε μαζί.
Μαθαίνοντας από τα λάθη που έκαναν οι FARC στη δική τους διαπραγμάτευση με το κολομβιανό Κράτος και έχοντας κάποιους έμπειρους και χαρισματικούς συμβούλους, όπως τον νομικό Κάρλος Αλμπέρτο Ρουίς Σότσα, ο ELN δεν αποδέχεται άνευ όρων τους κανόνες του αντιπάλου. Απαιτεί οι εξεγερμένοι στα όπλα να αντιμετωπίζονται ως έγκυρο πολιτικό υποκείμενο. Και εξακολουθεί να υπερασπίζεται το δικαίωμα στην εξέγερση, απέναντι στις πιο «πραγματίστριες» FARC, που εισέπραξαν την κριτική ότι ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να «γλιτώσουν» κάποια ηγετικά στελέχη τους από τη φυλακή, παρά να πιέσουν για έναν ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο ELN επιμένει ότι πρέπει να γίνουν συστημικές αλλαγές στον πυρήνα του Κράτους και στο οικονομικό μοντέλο που έχει επιβληθεί στη χώρα, με λίγα λόγια, στα δομικά αίτια της βίας, προκειμένου να γίνει λόγος για ειρήνη. Επίσης, ζητάει αυτό που πρόκειται να συμφωνηθεί, να υλοποιείται ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές ούτως ώστε, εάν το Κράτος αθετήσει τις δεσμεύσεις του, η πλευρά των ανταρτών να έχει το δικαίωμα να βρει άλλη οδό και άλλα μέσα για να εξαναγκάσει τις ελίτ να κάνουν πραγματικές παραχωρήσεις. Γιατί, απ’ ότι έχει αποδειχτεί μέχρι τώρα, το Κράτος από τη στιγμή που δεν υπάρχουν όπλα στη μέση, δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο για να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Για τον λόγο αυτόν, ο ELN δεν είναι θετικός στο ενδεχόμενο αφοπλισμού του και – δικαιολογημένα – είναι πολύ καχύποπτος απέναντι στην κυβέρνηση Ντούκε. Ωστόσο, δεν περιφρονεί τον διάλογο, προτείνει τον εξανθρωπισμό του πολέμου με βάση ένα μίνιμουμ αρχών που προβλέπονται και στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε επιμέρους συμφωνίες, τόσο με τον αντίπαλο, όσο και με τις κοινότητες που ιστορικά έχουν πληγεί από την ένοπλη σύγκρουση.